- βίζιτα
- η1) визит, посещение;
ο γιατρός μού έκανε τρείς βίζιτες — врач был у меня три раза;
2) посетитель; гость;περιμένω βίζιτες — ждать гостей;
3) плата за визит врача
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο γιατρός μού έκανε τρείς βίζιτες — врач был у меня три раза;
περιμένω βίζιτες — ждать гостей;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βίζιτα — η (λ. ιταλ.) 1. η επίσκεψη: Κάθε Κυριακή κάνω βίζιτα στους συγγενείς. 2. ο επισκέπτης: Περιμένω βίζιτες. 3. επίσκεψη γιατρού σε άρρωστο, αμοιβή του γιατρού: Ο γιατρός πληρώνεται μεγάλη βίζιτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίζιτα — η 1. φιλική επίσκεψη 2. ο επισκέπτης 3. επίσκεψη γιατρού σε ασθενή 4. αμοιβή γιατρού για κάθε επίσκεψη 5. «αρμένικη βίζιτα» επίσκεψη μεγάλης διάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. visita «επίσκεψη, επιθεώρηση»] … Dictionary of Greek
αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… … Dictionary of Greek
αρμένικος — η, ο αυτός που γίνεται με τον (θεωρούμενο) τρόπο των Αρμενίων: Η βίζιτά μας ήταν αρμένικη· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρμένικα η αρμενική γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)